- καλλωπισμοί
- καλλωπισμόςadorning oneselfmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποίκιλμα — το, ΝΑ [ποικίλλω] 1. στολίδι, κόσμημα, πλουμίδι («πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν», Πλάτ.) νεοελλ. στον πληθ. τα ποικίλματα μουσ. ελεύθεροι ή τυποποιημένοι τρόποι άρθρωσης τού βασικού σκελετού μιας μελωδίας, που… … Dictionary of Greek
στίλβωμα — το, ΝΜΑ [στιλβῶ, ώνω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιλβώνω, γυάλισμα, λουστράρισμα μσν. 1. κόσμημα που αστράφτει και λάμπει 2. στον πληθ. τὰ στιλβώματα καλλωπισμοί, λούσα («ἐξάφες τά στιλβώματα καὶ τὰς ἁδρολαλίας», Πρόδρ.) αρχ.… … Dictionary of Greek